- τοιχίον
- τοιχ-ίον, τό, Dim. of τοῖχος, IG14.894.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
GR-56 — Präfektur Kastoria Νομός Καστοριάς Basisdaten … Deutsch Wikipedia
Kastoria (Präfektur) — Präfektur Kastoria Νομός Καστοριάς (1941–2010) Basisdaten (April 2010)[1] Staat … Deutsch Wikipedia
Кастория (ном) — Кастория Καστοριά … Википедия
τοιχίο — το / τοιχίον, ΝΑ [τοῑχος] (υποκορ. τού τοίχος) μικρός τοίχος, τοιχάκι νεοελλ. 1. το μέρος τού τοίχου που βρίσκεται και από τις δύο πλευρές πόρτας ή παραθύρου 2. η εξωτερική όψη τής θήκης τού ουραίου πυροβόλου όπλου 3. ενισχυμένος τοίχος που… … Dictionary of Greek
τοιχίοις — τοίχιος of a wall masc/neut dat pl τοιχίον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχίου — τοίχιος of a wall masc/neut gen sg τοιχίον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχίων — τοίχιος of a wall fem gen pl τοίχιος of a wall masc/neut gen pl τοιχίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)